μεταδόσει

μεταδόσει
μετάδοσις
giving a share
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μεταδόσεϊ , μετάδοσις
giving a share
fem dat sg (epic)
μετάδοσις
giving a share
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • στιγμιότυπο — το, Ν 1. καθετί που τυπώθηκε ή απεικονίστηκε ακαριαία, σε μια στιγμή 2. περιστατικό ελάχιστης διάρκειας 3. μτφ. πρόχειρη και σύντομη περιγραφή («η τηλεόραση θα μεταδόσει στιγμιότυπα από τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις») 4. φρ. «στιγμιότυπο κύματος»… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”